Μελίνας

Μελίνας
Μελίνᾱς , Μελίνη
Italian millet
fem acc pl
Μελίνᾱς , Μελίνη
Italian millet
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελίνας — μελίνᾱς , μέλινος fem acc pl μελίνᾱς , μέλινος fem gen sg (doric aeolic) μελίνᾱς , μελίνη Italian millet fem acc pl μελίνᾱς , μελίνη Italian millet fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Θεατρικό Αθηνών — Το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου ιδρύθηκε το 1938 από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το μουσείο, που αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων του κέντρου, στεγάζεται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων… …   Dictionary of Greek

  • Melina Kana — (griechisch Μελίνα Κανά, eigentlich Μελίνα Κανατά Melina Kanata, * 29. Mai 1966 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die ältere Schwester von Lizeta Kalimeri. Ein Philologiestudium an der Aristoteles Universität… …   Deutsch Wikipedia

  • Stavros Xarchakos — (griechisch Σταύρος Ξαρχάκος – meist Stavros Xarhakos transkribiert; * 14. März 1939 in Athen) ist ein griechischer Komponist, Dirigent und Politiker. Neben Manos Hadjidakis und Mikis Theodorakis gilt er als einer der bedeutendsten… …   Deutsch Wikipedia

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • μελίνη — μελίνη, ἡ (Α) 1. το φυτό κέγχρος ο ιταλικός («τοῡ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηΐσκοντο τῷ ὕδατι», Ηρόδ.) 2. στον πληθ. αἱ μελῑναι τόπος κατάφυτος από μελίνες («τέλος δὲ και μικροὶ ὀχετοί, ὥσπερ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπὶ τὰς μελίνας», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

  • Μερκούρης, Σταμάτης — (Αθήνα, 1895 – Λονδίνο 1967). Πολιτικός. Ήταν γιος του Σπύρου Μ. και πατέρας της ηθοποιού Μελίνας Μ. Το 1920 εξελέγη πληρεξούσιος Αργολιδοκορινθίας και μετά την επανάσταση του 1922 φυλακίστηκε για πολιτικούς λόγους. Λίγο αργότερα ανέλαβε τη… …   Dictionary of Greek

  • Μοσκώφ, Κωστής — (Θεσσαλονίκη 1939 – Αθήνα 1998). Ιστορικός, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο (1989 98). Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης,… …   Dictionary of Greek

  • Ντασέν, Ζιλ — (Jules Dassin, Μιντλτάουν, Κονέκτικατ 1911 –). Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου. Αφού σκηνοθέτησε μερικά έργα στο θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο σκηνοθετώντας μια ταινία μικρού μήκους, βασισμένη σ’ ένα διήγημα του… …   Dictionary of Greek

  • Green Bay Villas — (Айя Напа,Кипр) Категория отеля: Адрес: 5 Μελίνας Μερκούρη, Κόκκινες, 5330 Айя Нап …   Каталог отелей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”